ανάμειχτος

ανάμειχτος
-η, -ο
επίρρ. ο ανακατωμένος, αυτός που προέρχεται από το ανακάτεμα δύο ή περισσότερων πραγμάτων: Ο πληθυσμός της χώρας είναι ανάμειχτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανάκατος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που περιέχει ξένα στοιχεία ή διάφορης ποιότητας, ανάμειχτος, όχι αγνός: Πουλούσε βούτυρο ανάκατο με μαργαρίνη. 2. ακατάστατος: Έβαλε τα βιβλία μου στη βιβλιοθήκη ανάκατα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπόχρυσος — η, ο 1. αυτός που χρυσίζει. 2. ο ανάμειχτος με χρυσό, ο επίχρυσος, ο επιχρυσωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”